- ἀπόκλαυμα
- ἀπόκλαυμα, ατος, τό,A loud wailing,
γραῶν Arr.Epict.2.16.39
(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γραῶν Arr.Epict.2.16.39
(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απόκλαυμα — ἀπόκλαυμα, το (Α) θρηνολόγημα, μοιρολόι … Dictionary of Greek
ἀποκλαύματα — ἀπόκλαυμα loud wailing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)